αυτοπωλης

αυτοπωλης
    αὐτοπώλης
    αὐτο-πώλης
    -ου ὅ продавец собственных изделий Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αυτοπωλης" в других словарях:

  • αυτοπώλης — αὐτοπώλης, ο (Α) αυτός που πουλά ο ίδιος τα δικά του προϊόντα …   Dictionary of Greek

  • αὐτοπώλης — selling one s own products masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπωλῶν — αὐτοπώλης selling one s own products masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπῶλαι — αὐτοπώλης selling one s own products masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπώλην — αὐτοπώλης selling one s own products masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπώλου — αὐτοπώλης selling one s own products masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοπωλικός — αὐτοπωλικός, ή, όν (Α) 1. αυτοπώλης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐτοπωλική το επαγγελμα του αυτοπώλη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»